- βούλευμα
- τοαπόφαση, γνωμοδότηση, προδικαστική απόφαση: Εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για τον κατηγορούμενο από το πλημμελειοδικείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βούλευμα — resolution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… … Dictionary of Greek
βούλευμ' — βούλευμα , βούλευμα resolution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευματίων — βούλευμα resolution neut gen pl βουλευμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευμάτων — βούλευμα resolution neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύμασι — βούλευμα resolution neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύμασιν — βούλευμα resolution neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύματα — βούλευμα resolution neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύματι — βούλευμα resolution neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλεύματος — βούλευμα resolution neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)